Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

...πόθος για τη γνώση


ΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΟΝΕΙΡΟ ΖΩΝΤΑΝΕΥΕΙ ΞΑΝΑ

Από τη Μαρία Μιχ. Μουζακίτη



ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ

Γεννήθηκα και έζησα μέχρι την εφηβεία μου σε ένα μικρό χωριό βορειοδυτικά της Κέρκυρας, με μακρά ιστορία και παράδοση, τους Αυλιώτες. Το χωριό μου, υπέροχο, χτισμένο πάνω σε ένα καταπράσινο λόφο που πάνω στις δύο κορυφές του βρίσκονται οι δύο εκκλησίες του χωριού, από τη μια η Παναγία η Οδηγήτρια και από την άλλη οι Άγιοι Ταξιάρχες. Η θέα κι από τις δύο κορυφές  απλώνεται υπέροχη μπροστά στα μάτια σου με τα τρία Διαπόντια νησάκια, Ερείκουσα, Οθωνούς και Μαθράκι, να στραφταλίζουν σαν ασημένιες βαρκούλες στα γαλαζοπράσινα νερά του Ιονίου. Κάποιος είπε τη φράση «εκεί που ο ήλιος δύει πάντα αργότερα» και δεν είχε άδικο, λες και δεν θέλει ούτε αυτός να εγκαταλείψει αυτή την υπέροχη ομορφιά! 


Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ

Είμαι το τρίτο παιδί μιας φτωχής οικογένειας. Σε χρόνια δύσκολα οι γονείς μου ασχολούνταν με αγροτικές δουλειές, μέχρι που γεννήθηκα εγώ και ο πατέρας μου αναγκάστηκε να φύγει εργάτης στη Γερμανία, για να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις. Έμεινε πέντε χρόνια εκεί και γύρισε για λόγους υγείας. Άνοιξε ένα καφέ-παντοπωλείο και ασχολήθηκε με αυτό για το υπόλοιπο της ζωής του.
Όταν γύρισε, εγώ πήγαινα πρώτη τάξη δημοτικού. Τότε γνώρισα για πρώτη φορά τον πατέρα μου. Η μητέρα μου, μεγαλωμένη στην Αθήνα, παντρεύτηκε τον πατέρα μου και έζησε στο χωριό αγρότισσα, νοικοκυρά και μητέρα για όλη τη ζωή της.

                                                  


ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΟΥ

 Από μικρή αγαπούσα πολύ τα γράμματα, ήμουν πάντα η πρώτη μαθήτρια στην τάξη μου, το όνειρο μου ήταν να σπουδάσω, δεν είχα αποφασίσει τι, να σπουδάσω μόνο, να μάθω όσο γίνεται περισσότερα Η γνώση με συνάρπαζε, με ταξίδευε σε άλλους κόσμους τεράστιους, που δεν γνώριζα και που δεν χωρούσαν στα όρια του μικρού  χωριού μου.

 Κουμπαράς Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, βραβείο καλύτερης μαθήτριας,  ΣΤ΄ Δημοτικού       
Σχολική παράσταση της ΣΤ΄ Δημοτικού (Γκόλφω)
                                                                                                      
 Όταν τελείωσα το δημοτικό, παρ’ όλα τα παρακάλια, τα δικά μου και του δασκάλου μου, ο πατέρας μου δεν θέλησε να με αφήσει να πάω στο γυμνάσιο. Έλεγε ότι οι σπουδές δεν ήταν για τα κορίτσια, θα έκαναν σύντομα οικογένεια και θα ήταν άχρηστες. Ήταν και τα χρόνια δύσκολα, γυμνάσιο δεν υπήρχε στην περιοχή, έπρεπε να πάω στην πόλη. Ένα κορίτσι μόνο του στην πόλη τότε ήταν αδιανόητο, θα έπρεπε να έρθει και η μητέρα μου μαζί, πράγμα αδύνατο, ποιος θα φρόντιζε τη υπόλοιπη οικογένεια. Έτσι λοιπόν παρέμεινα στις αγροτικές δουλειές του χωριού, το όνειρο μου έσβησε, με τον καιρό ξεχάστηκε και μεγαλώνοντας, καινούργια ενδιαφέροντα γέμισαν τα κενά μου.

ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΟΥ

Στα δεκαεπτά μου εγκατέλειψα το χωριό και ήρθα στην Αθήνα για ένα καλύτερο μέλλον. Η πρωτεύουσα γρήγορα με συνεπήρε, μου άρεσε, δεν είχε καμιά σχέση με το χωριό μου, οι γρήγοροι ρυθμοί της, τα φώτα, ο κόσμος, η διασκέδαση, όλα όσα έβλεπα μόνο σε φωτογραφίες και στην τηλεόραση μέχρι τότε, όλα ήταν στα πόδια μου. 
Για το παλιό όνειρο ούτε λόγος πια, πεταμένο σε κάποιο χρονοντούλαπο του μυαλού, ξεχασμένο!
Από δουλειές τότε άφθονες στην Αθήνα, διάλεγες και έπαιρνες, όρεξη να είχες. Η πρώτη μου δουλειά ήταν σε μια βιοτεχνία ως σιδερώτρια, αργότερα σε έναν φούρνο, σε εργαστήριο μεταξοτυπίας, σε εργοστάσιο μετασχηματιστών, σε κλωστήρια, πολλές δουλειές και για λίγο, υπήρχαν επιλογές, δεν σου άρεσε, έφευγες, γρήγορα έβρισκες άλλη. Η πρώτη μακρόχρονη δουλειά μου ήταν στο εργοστάσιο τεχνητής μετάξης  (ΕΤΜΑ) στον Βοτανικό, όπου έμεινα οκτώ χρόνια. 

               
                                                    

 Εν τω μεταξύ παντρεύτηκα και, όταν γέννησα την κόρη μου, σταμάτησα να εργάζομαι. Σε λίγο ήρθε και ο γιος μου, οπότε τα επόμενα δέκα χρόνια αφιερώθηκα στη φροντίδα των παιδιών και της οικογένειας.     
Δέκα χρόνια μετά, μπαίνω ξανά στον χώρο της εργασίας, με εντελώς νέο επάγγελμα, υπάλληλος γενικών καθηκόντων στην ταβέρνα του αδερφού μου, από ψήστης μέχρι λαντζιέρα. Εκεί εργάστηκα τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια περίπου, μέχρι που η επιχείρηση έκλεισε, λόγω κρίσης, και  εγώ έμεινα ξανά άνεργη σε μια εποχή που οι δουλειές ήταν δυσεύρετες πια.


Στο διάστημα αυτό κάποια άλλα τραγικά γεγονότα στην οικογένεια μου σημάδεψαν τη ζωή μου και δοκίμασαν τα όρια και τις αντοχές μου. Εν μέσω κρίσης και ψάχνοντας για μια διέξοδο, η κόρη μου, μού θύμισε ξανά το παλιό μου όνειρο, το σχολείο, τη γνώση. Οι πύλες του μυαλού άνοιξαν ξανά και η παλιά δίψα για γνώση με κατέκλυσε. Ψάξαμε μαζί και βρήκαμε τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ). Αυτό ήταν, το νερό ξανακύλησε στο αυλάκι.

ΤΟ ΣΔΕ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ


Ξεκίνησα δειλά στην αρχή να τελειώσω το γυμνάσιο στα (ΣΔΕ), με τη θερμή υποστήριξη των παιδιών μου και κάποιων φίλων. Ο παλιός πόθος για γνώση με συνεπήρε ξανά, η αγάπη και η υποστήριξη των καθηγητών μου και οι νέοι φίλοι στον χώρο του σχολείου, με τα ίδια ή διαφορετικά όνειρα, έκαναν τα δυο χρόνια της φοίτησής μου εκεί αξέχαστα. Η αρχική σκέψη μου, να τελειώσω το γυμνάσιο, γρήγορα άλλαξε, ήθελα να συνεχίσω και στο λύκειο και το έκανα.


ΤΟ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΓΕΛ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ

Γράφτηκα λοιπόν στο Εσπερινό ΓΕΛ Αγίων Αναργύρων, ένα σπουδαίο λύκειο, με σπουδαίους καθηγητές. Tα τέσσερα χρόνια μου εκεί πέρασαν χωρίς να το καταλάβω και, όπως ήταν φυσικό, η σκέψη να τελειώσω και το λύκειο πάλι άλλαξε. Φέτος τελειώνω και σκοπεύω να συνεχίσω, θα δώσω Πανελλήνιες, δεν ξέρω αν θα πετύχω, αλλά θα προσπαθήσω, γιατί η γνώση δεν έχει όρια και εγώ θέλω να φτάσω όσο πιο μακριά μπορώ. Ευχαριστώ θερμά, πρώτα την οικογένειά μου που με στήριξε σε όλο αυτό, μετά τους καθηγητές μου για την αγάπη και τη σωστή καθοδήγησή τους και τέλος όλους τους φίλους, παλιούς και νέους, που στάθηκαν δίπλα μου και με ενθάρρυναν πάντα. 
Συμβουλή μου, ποτέ δεν είναι αργά, η γνώση δεν έχει ηλικία, η δύναμη της γνώσης κρατάει νέο το μυαλό και δίνει φτερά στην ψυχή. Μην εγκαταλείπετε τα όνειρά σας, ακολουθήστε τα, κάντε τα πραγματικότητα και δε θα σας προδώσουν!